ινηθμός

ινηθμός
ἰνηθμός, ὁ (Α)
κένωση, κάθαρση τής κοιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνέω + -θμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἰνηθμός — emptying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰνηθμοῦ — ἰνηθμός emptying masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰνηθμῷ — ἰνηθμός emptying masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰνηθμόν — ἰνηθμός emptying masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ίνησις — ἴνησις, ἡ (Α) [ινέω] ο ινηθμός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”